- γλυκοκελα(η)δώ
- γλυκοκελα(η)δάω αμετ. нежно, сладко петь, заливаться соловьём
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλυκοκελα(η)δώ — γλυκοκελά(η)δησα, κελα(η)δώ γλυκά, ευχάριστα: Έξω από το παράθυρό μου γλυκοκελα(η)δεί ένα αηδόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυκοκελά(η)δημα — το το ευχάριστο κελάηδημα των πουλιών: Με ξύπνησε το γλυκοκελά(η)δημα των πουλιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)